ξαναϊδωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαναϊδωμένος η ξαναϊδωμένη το ξαναϊδωμένο
      γενική του ξαναϊδωμένου της ξαναϊδωμένης του ξαναϊδωμένου
    αιτιατική τον ξαναϊδωμένο την ξαναϊδωμένη το ξαναϊδωμένο
     κλητική ξαναϊδωμένε ξαναϊδωμένη ξαναϊδωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαναϊδωμένοι οι ξαναϊδωμένες τα ξαναϊδωμένα
      γενική των ξαναϊδωμένων των ξαναϊδωμένων των ξαναϊδωμένων
    αιτιατική τους ξαναϊδωμένους τις ξαναϊδωμένες τα ξαναϊδωμένα
     κλητική ξαναϊδωμένοι ξαναϊδωμένες ξαναϊδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναϊδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναβλέπω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξαναϊδωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]