ξαναϊδωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαναϊδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναβλέπω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξαναϊδωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξαναβλέπω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαναϊδωμένος
|