ξεσκονισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεσκονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεσκονίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]ξεσκονισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεσκονίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεσκονισμένος
|