ξεχολιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεχολιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεχολιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεχολιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη [[452a3ξεχολιασμενοσ]]