ξεχολιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεχολιασμένος η ξεχολιασμένη το ξεχολιασμένο
      γενική του ξεχολιασμένου της ξεχολιασμένης του ξεχολιασμένου
    αιτιατική τον ξεχολιασμένο την ξεχολιασμένη το ξεχολιασμένο
     κλητική ξεχολιασμένε ξεχολιασμένη ξεχολιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεχολιασμένοι οι ξεχολιασμένες τα ξεχολιασμένα
      γενική των ξεχολιασμένων των ξεχολιασμένων των ξεχολιασμένων
    αιτιατική τους ξεχολιασμένους τις ξεχολιασμένες τα ξεχολιασμένα
     κλητική ξεχολιασμένοι ξεχολιασμένες ξεχολιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεχολιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεχολιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξεχολιασμένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη [[452a3ξεχολιασμενοσ]]