ξινογαλάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ξινογαλάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξινογαλάς οι ξινογαλάδες
      γενική του ξινογαλά των ξινογαλάδων
    αιτιατική τον ξινογαλά τους ξινογαλάδες
     κλητική ξινογαλά ξινογαλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξινογαλάς < ξινόγαλ(α) ή ξινόγαλ(ο) + -άς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksi.no.ɣaˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξι‐νο‐γα‐λάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξινογαλάς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) άτομο που παρασκευάζει ή εμπορεύεται ξινόγαλα
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) αγροίκος, άνθρωπος δίχως τρόπους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.