ξινούτσικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξινούτσικος < ξιν(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος
Επίθετο
[επεξεργασία]ξινούτσικος, -η, -ο
- ελαφρά ξινός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξινούτσικος
|