ογκωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ογκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ογκούμαι και ογκώνομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]ογκωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ογκούμαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ογκωμένος
|