οικονομημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οικονομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οικονομώ
Μετοχή
[επεξεργασία]οικονομημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οικονομώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οικονομημένος
|