ομαλοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομαλοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ομαλοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ομαλοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ομαλοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομαλοποιημένος
|