ομόγνωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομόγνωμος < αρχαία ελληνική ὁμόγνωμος < αρχαία ελληνική ὁμογνώμων
Επίθετο[επεξεργασία]
ομόγνωμος
- (λόγιο) που ομογνωμονεί, που ομογνωμεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ομογνωμία
- ομογνωμονώ
- ομογνωμοσύνη
- ομογνωμώ
- → δείτε τις λέξεις ομού και γνώμη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομόγνωμος
|