ομόγνωμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομόγνωμος η ομόγνωμη το ομόγνωμο
      γενική του ομόγνωμου της ομόγνωμης του ομόγνωμου
    αιτιατική τον ομόγνωμο την ομόγνωμη το ομόγνωμο
     κλητική ομόγνωμε ομόγνωμη ομόγνωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομόγνωμοι οι ομόγνωμες τα ομόγνωμα
      γενική των ομόγνωμων των ομόγνωμων των ομόγνωμων
    αιτιατική τους ομόγνωμους τις ομόγνωμες τα ομόγνωμα
     κλητική ομόγνωμοι ομόγνωμες ομόγνωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομόγνωμος < αρχαία ελληνική ὁμόγνωμος < αρχαία ελληνική ὁμογνώμων

Επίθετο[επεξεργασία]

ομόγνωμος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]