ορθάνοιχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾˈθa.ni.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θά‐νοι‐χτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ορθάνοιχτος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) τελείως ανοιχτός