ορθοπαντογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορθοπαντογράφος οι ορθοπαντογράφοι
      γενική του ορθοπαντογράφου των ορθοπαντογράφων
    αιτιατική τον ορθοπαντογράφο τους ορθοπαντογράφους
     κλητική ορθοπαντογράφε ορθοπαντογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορθοπαντογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthopantomograph < αρχαία ελληνική ὀρθός + πᾶς + γράφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορθοπαντογράφος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]