οσφυαλγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οσφυαλγία < αρχαία ελληνική ὀσφυαλγία < ὀσφύς + -αλγία (< ἄλγος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οσφυαλγία θηλυκό
οσφυαλγία θηλυκό