ουρηθραίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουρηθραίος η ουρηθραία το ουρηθραίο
      γενική του ουρηθραίου της ουρηθραίας του ουρηθραίου
    αιτιατική τον ουρηθραίο την ουρηθραία το ουρηθραίο
     κλητική ουρηθραίε ουρηθραία ουρηθραίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουρηθραίοι οι ουρηθραίες τα ουρηθραία
      γενική των ουρηθραίων των ουρηθραίων των ουρηθραίων
    αιτιατική τους ουρηθραίους τις ουρηθραίες τα ουρηθραία
     κλητική ουρηθραίοι ουρηθραίες ουρηθραία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουρηθραίος < ουρήθρα + -αίος < αρχαία ελληνική οὐρήθρα < οὐρέω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική urethral)

Επίθετο[επεξεργασία]

ουρηθραίος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]