ουροδυναμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουροδυναμικός η ουροδυναμική το ουροδυναμικό
      γενική του ουροδυναμικού της ουροδυναμικής του ουροδυναμικού
    αιτιατική τον ουροδυναμικό την ουροδυναμική το ουροδυναμικό
     κλητική ουροδυναμικέ ουροδυναμική ουροδυναμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουροδυναμικοί οι ουροδυναμικές τα ουροδυναμικά
      γενική των ουροδυναμικών των ουροδυναμικών των ουροδυναμικών
    αιτιατική τους ουροδυναμικούς τις ουροδυναμικές τα ουροδυναμικά
     κλητική ουροδυναμικοί ουροδυναμικές ουροδυναμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουροδυναμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urodynamic < αρχαία ελληνική οὖρον + δυναμικός < δύναμις

Επίθετο[επεξεργασία]

ουροδυναμικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]