πάτρων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάτρων οἱ πάτρωνες
      γενική τοῦ πάτρωνος τῶν πατρώνων
      δοτική τῷ πάτρων τοῖς πάτρωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πάτρων τοὺς πάτρωνᾰς
     κλητική ! πάτρων πάτρωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάτρωνε
γεν-δοτ τοῖν  πατρώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάτρων < (άμεσο δάνειο) λατινική patronus (προστάτης απελεύθερου) < → δείτε τη λέξη pater

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάτρων, -ωνος αρσενικό (θηλυκό πατρώνα)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]