παθογένεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παθογένεια < πάθος + γεν- (< γίγνομαι, βλέπε και γένος, γένεση)· λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pathogénie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παθογένεια θηλυκό
- (ιατρική) η μελέτη της δημιουργίας (γένεσης) μιας παθολογικής κατάστασης
- (κατ’ επέκταση) μια παθολογική κατάσταση σε συνάρτηση με το αίτιο που την προκαλεί
- O Λούθηρος συμπυκνώνει σε μια πρόταση μια από τις παθογένειες της εξουσίας: να επεκτείνεται σε κάθε χώρο (από άρθρο στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6 Μαρτίου 2005)
- Αυτή η «λειτουργία» στη σχέση μεταξύ εντολέως και εντολοδόχου αποτελεί βαριάς μορφής παθογένεια του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. (από άρθρο στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 6 Αυγούστου 2005)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παθογένεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)