παθοπλάνταχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παθοπλάνταχτος < παθοπλαντάζω, θέμα παθοπλαντακ-[1] + -τος με τροπή [kt] > [xt] (προσαρμογή στη δημοτική) → δείτε τις λέξεις πάθος και πλαντάζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.θoˈplan.da.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐θο‐πλά‐ντα‐χτος
Επίθετο[επεξεργασία]
παθοπλάνταχτος, -η, -ο
- που παθοπλαντάζει, που πλαντάζει από το πάθος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παθοπλάνταχτος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- παθοπλάνταχτος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- ↑ θέμα πλαντακ- στο πλαντάζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.