πανηγυρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανηγυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πανηγυρίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
πανηγυρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πανηγυρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανηγυρισμένος
|