πανηγυρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανηγυρισμένος η πανηγυρισμένη το πανηγυρισμένο
      γενική του πανηγυρισμένου της πανηγυρισμένης του πανηγυρισμένου
    αιτιατική τον πανηγυρισμένο την πανηγυρισμένη το πανηγυρισμένο
     κλητική πανηγυρισμένε πανηγυρισμένη πανηγυρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανηγυρισμένοι οι πανηγυρισμένες τα πανηγυρισμένα
      γενική των πανηγυρισμένων των πανηγυρισμένων των πανηγυρισμένων
    αιτιατική τους πανηγυρισμένους τις πανηγυρισμένες τα πανηγυρισμένα
     κλητική πανηγυρισμένοι πανηγυρισμένες πανηγυρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανηγυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πανηγυρίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

πανηγυρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]