πανιδρωσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανιδρωσία οι πανιδρωσίες
      γενική της πανιδρωσίας των πανιδρωσιών
    αιτιατική την πανιδρωσία τις πανιδρωσίες
     κλητική πανιδρωσία πανιδρωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανιδρωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική panidrosis / panhidrosis + -ία < ελληνιστική κοινή ἵδρωσις < αρχαία ελληνική ἱδρώς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανιδρωσία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]