παράσπιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράσπιτο ουδέτερο
- σπιτάκι ή άλλο οίκημα (ως βοηθητικός / αποθηκευτικός χώρος) δίπλα σε κυρίως σπίτι ή οικοδόμημα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράσπιτο