παραδαρμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραδαρμός οι παραδαρμοί
      γενική του παραδαρμού των παραδαρμών
    αιτιατική τον παραδαρμό τους παραδαρμούς
     κλητική παραδαρμέ παραδαρμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραδαρμός < παραδέρνω, παραδαρ- + -μός [1][2] < παρα- + δέρνω, όπως και η μεσαιωνική ελληνική παραδαρμός / παράδαρμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ðaɾˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐δαρ‐μός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραδαρμός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. παραδαρμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]