παραθερισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραθερισμένος η παραθερισμένη το παραθερισμένο
      γενική του παραθερισμένου της παραθερισμένης του παραθερισμένου
    αιτιατική τον παραθερισμένο την παραθερισμένη το παραθερισμένο
     κλητική παραθερισμένε παραθερισμένη παραθερισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραθερισμένοι οι παραθερισμένες τα παραθερισμένα
      γενική των παραθερισμένων των παραθερισμένων των παραθερισμένων
    αιτιατική τους παραθερισμένους τις παραθερισμένες τα παραθερισμένα
     κλητική παραθερισμένοι παραθερισμένες παραθερισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραθερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραθερίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

παραθερισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]