παραιτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραιτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραιτώ, παραιτούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
παραιτημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παραιτώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραιτημένος
|