παρανοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παρανοειδής | η | παρανοειδής | το | παρανοειδές |
γενική | του | παρανοειδούς* | της | παρανοειδούς | του | παρανοειδούς |
αιτιατική | τον | παρανοειδή | την | παρανοειδή | το | παρανοειδές |
κλητική | παρανοειδή(ς) | παρανοειδής | παρανοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παρανοειδείς | οι | παρανοειδείς | τα | παρανοειδή |
γενική | των | παρανοειδών | των | παρανοειδών | των | παρανοειδών |
αιτιατική | τους | παρανοειδείς | τις | παρανοειδείς | τα | παρανοειδή |
κλητική | παρανοειδείς | παρανοειδείς | παρανοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρανοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paranoid < αρχαία ελληνική παράνοια < παρά + νόος
Επίθετο[επεξεργασία]
παρανοειδής
- (ψυχιατρική) άλλη μορφή του παρανοϊκός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)