παρασυρτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασυρτικός η παρασυρτική το παρασυρτικό
      γενική του παρασυρτικού της παρασυρτικής του παρασυρτικού
    αιτιατική τον παρασυρτικό την παρασυρτική το παρασυρτικό
     κλητική παρασυρτικέ παρασυρτική παρασυρτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασυρτικοί οι παρασυρτικές τα παρασυρτικά
      γενική των παρασυρτικών των παρασυρτικών των παρασυρτικών
    αιτιατική τους παρασυρτικούς τις παρασυρτικές τα παρασυρτικά
     κλητική παρασυρτικοί παρασυρτικές παρασυρτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρασυρτικός < παρασύρω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

παρασυρτικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • παρασυρτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)