παρβοϊός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρβοϊός οι παρβοϊοί
      γενική του παρβοϊού των παρβοϊών
    αιτιατική τον παρβοϊό τους παρβοϊούς
     κλητική παρβοϊέ παρβοϊοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρβοϊός < λατινική parvus + ιός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική parvovirus)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /par.vo.iˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρ‐βο‐ι‐ός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρβοϊός αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Parvovirus στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]