πατροναρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατροναρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πατρονάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
πατροναρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πατρονάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατροναρισμένος
|