περίκομψος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περίκομψος < αρχαία ελληνική περίκομψος[1] [2] περί- + κομψός
Επίθετο
[επεξεργασία]περίκομψος, -η, -ο
- (λόγιο) ο πολύ κομψός
- (λόγιο) ο κομψός με επιτηδευμένο ή εξεζητημένο τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περίκομψος
|
- ↑ περίκομψος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ περίκομψος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.