περίχρυσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περίχρυσος < ελληνιστική κοινή περίχρῡσος[1] < αρχαία ελληνική περί + χρυσός
Επίθετο[επεξεργασία]
περίχρυσος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περίχρυσος
|
- ↑ περίχρυσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.