περιεργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | περιεργία | περιεργία | περιεργίαι |
Γενική | περιεργίας | περιεργίαιν | περιεργιῶν |
Δοτική | περιεργίᾳ | περιεργίαιν | περιεργίαις |
Αιτιατική | περιεργίαν | περιεργία | περιεργίας |
Κλητική | περιεργία | περιεργία | περιεργίαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιεργία θηλυκό
- ματαιότητα
- υπερβολική ακρίβεια σε κάποια εκτέλεση ή κατασκευή
- άχρηστη γνώση, ανώφελη
- φιλοπραγμοσύνη, ασχολία με αλλότριες υποθέσεις
- ταχυδακτυλουργία, θαυματοποιία