πεταλωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πεταλωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με πεταλωτή, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) πεταλωτική: η τέχνη του πεταλωτή
- (ουσιαστικοποιημένο) πεταλωτικά: η αμοιβή του πεταλωτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεταλωτικός
|