πεταλωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεταλωτικός η πεταλωτική το πεταλωτικό
      γενική του πεταλωτικού της πεταλωτικής του πεταλωτικού
    αιτιατική τον πεταλωτικό την πεταλωτική το πεταλωτικό
     κλητική πεταλωτικέ πεταλωτική πεταλωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεταλωτικοί οι πεταλωτικές τα πεταλωτικά
      γενική των πεταλωτικών των πεταλωτικών των πεταλωτικών
    αιτιατική τους πεταλωτικούς τις πεταλωτικές τα πεταλωτικά
     κλητική πεταλωτικοί πεταλωτικές πεταλωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεταλωτικός < πεταλωτής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πεταλωτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με πεταλωτή, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πεταλωτική: η τέχνη του πεταλωτή
  3. (ουσιαστικοποιημένο) πεταλωτικά: η αμοιβή του πεταλωτή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]