πλεοναστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλεοναστικός η πλεοναστική το πλεοναστικό
      γενική του πλεοναστικού της πλεοναστικής του πλεοναστικού
    αιτιατική τον πλεοναστικό την πλεοναστική το πλεοναστικό
     κλητική πλεοναστικέ πλεοναστική πλεοναστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλεοναστικοί οι πλεοναστικές τα πλεοναστικά
      γενική των πλεοναστικών των πλεοναστικών των πλεοναστικών
    αιτιατική τους πλεοναστικούς τις πλεοναστικές τα πλεοναστικά
     κλητική πλεοναστικοί πλεοναστικές πλεοναστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλεοναστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλεοναστικός. Μορφολογικά αναλύεται σε πλεονασ(μός) + -τικός.

Επίθετο[επεξεργασία]

πλεοναστικός

  1. που πλεονάζει, που περισσεύει
  2. που υπάρχει ή που γίνεται κατά πλεονασμό
    η απαίτηση του επαίτη για ένα ακόμα νόμισμα φάνηκε πλεοναστική στα μάτια του πλουσίου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]