πλευρωδυνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλευρωδυνία οι πλευρωδυνίες
      γενική της πλευρωδυνίας των πλευρωδυνιών
    αιτιατική την πλευρωδυνία τις πλευρωδυνίες
     κλητική πλευρωδυνία πλευρωδυνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλευρωδυνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pleurodynia < αρχαία ελληνική πλευρόν + -ωδυνία[1] < ὀδύνη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ple.vro.ðiˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλευ‐ρω‐δυ‐νί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλευρωδυνία θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. Το ωμέγα (πλευρωδυνία) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης.