πλησιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλησιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλησιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
πλησιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πλησιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλησιασμένος
|