πνικτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πνικτικός η πνικτική το πνικτικό
      γενική του πνικτικού της πνικτικής του πνικτικού
    αιτιατική τον πνικτικό την πνικτική το πνικτικό
     κλητική πνικτικέ πνικτική πνικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πνικτικοί οι πνικτικές τα πνικτικά
      γενική των πνικτικών των πνικτικών των πνικτικών
    αιτιατική τους πνικτικούς τις πνικτικές τα πνικτικά
     κλητική πνικτικοί πνικτικές πνικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πνικτικός < ελληνιστική κοινή πνικτικός < πνικτός < αρχαία ελληνική πνίγω

Επίθετο[επεξεργασία]

πνικτικός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πνικτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πνικτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)