ποζαρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποζαρισμένος η ποζαρισμένη το ποζαρισμένο
      γενική του ποζαρισμένου της ποζαρισμένης του ποζαρισμένου
    αιτιατική τον ποζαρισμένο την ποζαρισμένη το ποζαρισμένο
     κλητική ποζαρισμένε ποζαρισμένη ποζαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποζαρισμένοι οι ποζαρισμένες τα ποζαρισμένα
      γενική των ποζαρισμένων των ποζαρισμένων των ποζαρισμένων
    αιτιατική τους ποζαρισμένους τις ποζαρισμένες τα ποζαρισμένα
     κλητική ποζαρισμένοι ποζαρισμένες ποζαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποζαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ποζάρω

Μετοχή[επεξεργασία]

ποζαρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]