πολιτογραφημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιτογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολιτογραφώ
Μετοχή[επεξεργασία]
πολιτογραφημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πολιτογραφώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτογραφημένος