πολυαπασχόληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυαπασχόληση | οι | πολυαπασχολήσεις |
γενική | της | πολυαπασχόλησης* | των | πολυαπασχολήσεων |
αιτιατική | την | πολυαπασχόληση | τις | πολυαπασχολήσεις |
κλητική | πολυαπασχόληση | πολυαπασχολήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυαπασχολήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυαπασχόληση < πολυ- + απασχόληση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυαπασχόληση θηλυκό
- (οικονομία) παράλληλη ενασχόληση σε διαφορετικές θέσεις εργασίας με σκοπό την ενίσχυση του εισοδήματος, της παραγωγικότητας και την αποφυγή του να μείνει κάποιος άνεργος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απασχόληση
- υπεραπασχόληση
- υποαπασχόληση
- → και δείτε τις λέξεις πολύ, απασχολώ και ασχολία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυαπασχόληση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πολυαπασχόληση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)