πολυαπασχόληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυαπασχόληση οι πολυαπασχολήσεις
      γενική της πολυαπασχόλησης* των πολυαπασχολήσεων
    αιτιατική την πολυαπασχόληση τις πολυαπασχολήσεις
     κλητική πολυαπασχόληση πολυαπασχολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυαπασχολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυαπασχόληση < πολυ- + απασχόληση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολυαπασχόληση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]