πολυτομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυτομικός < πολυ- + τομή + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική multislice)
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυτομικός
- (τεχνολογία, σπάνιο) που έχει τη δυνατότητα πραγματοποίησης πολλών τομών ή λεπτομερών απεικονίσεων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυτομικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)