πολύπτωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολύπτωτος < ελληνιστική κοινή πολύπτωτος < αρχαία ελληνική πολύς + πτῶσις < πίπτω
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύπτωτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύπτωτος
|