πολύτρυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύτρυτος τὸ πολύτρυτον
      γενική τοῦ/τῆς πολυτρύτου τοῦ πολυτρύτου
      δοτική τῷ/τῇ πολυτρύτ τῷ πολυτρύτ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύτρυτον τὸ πολύτρυτον
     κλητική ! πολύτρυτε πολύτρυτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύτρυτοι τὰ πολύτρυτ
      γενική τῶν πολυτρύτων τῶν πολυτρύτων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυτρύτοις τοῖς πολυτρύτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυτρύτους τὰ πολύτρυτ
     κλητική ! πολύτρυτοι πολύτρυτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυτρύτω τὼ πολυτρύτω
      γεν-δοτ τοῖν πολυτρύτοιν τοῖν πολυτρύτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύτρυτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πολύτρυτος, -ος, -ον

Πηγές[επεξεργασία]