ποριώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποριώτικος η ποριώτικη το ποριώτικο
      γενική του ποριώτικου της ποριώτικης του ποριώτικου
    αιτιατική τον ποριώτικο την ποριώτικη το ποριώτικο
     κλητική ποριώτικε ποριώτικη ποριώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποριώτικοι οι ποριώτικες τα ποριώτικα
      γενική των ποριώτικων των ποριώτικων των ποριώτικων
    αιτιατική τους ποριώτικους τις ποριώτικες τα ποριώτικα
     κλητική ποριώτικοι ποριώτικες ποριώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποριώτικος < Ποριώτης + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /poˈrʝo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐ριώ‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

ποριώτικος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]