ποσαπλάσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὁσαπλάσιος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ποσαπλάσιος ποσαπλασί
ποσαπλάσιος
τὸ ποσαπλάσιον
      γενική τοῦ ποσαπλασίου τῆς ποσαπλασίᾱς
ποσαπλασίου
τοῦ ποσαπλασίου
      δοτική τῷ ποσαπλασί τῇ ποσαπλασί
ποσαπλασί
τῷ ποσαπλασί
    αιτιατική τὸν ποσαπλάσιον τὴν ποσαπλασίᾱν
ποσαπλάσιον
τὸ ποσαπλάσιον
     κλητική ! ποσαπλάσιε ποσαπλασί
ποσαπλάσιε
ποσαπλάσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ποσαπλάσιοι αἱ ποσαπλάσιαι
ποσαπλάσιοι
τὰ ποσαπλάσι
      γενική τῶν ποσαπλασίων τῶν ποσαπλασίων
ποσαπλασίων
τῶν ποσαπλασίων
      δοτική τοῖς ποσαπλασίοις ταῖς ποσαπλασίαις
ποσαπλασίοις
τοῖς ποσαπλασίοις
    αιτιατική τοὺς ποσαπλασίους τὰς ποσαπλασίᾱς
ποσαπλασίους
τὰ ποσαπλάσι
     κλητική ! ποσαπλάσιοι ποσαπλάσιαι
ποσαπλάσιοι
ποσαπλάσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ποσαπλασίω τὼ ποσαπλασί
ποσαπλασίω
τὼ ποσαπλασίω
      γεν-δοτ τοῖν ποσαπλασίοιν τοῖν ποσαπλασίαιν
ποσαπλασίοιν
τοῖν ποσαπλασίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποσαπλάσιος < πόσος + -πλάσιος

Επίθετο[επεξεργασία]

ποσαπλάσιος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]