Μετάβαση στο περιεχόμενο

προέλευσις

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προέλευσις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προέλευσις < (πρό) προ- + ἔλευσις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προέλευσις θηλυκό

  1. το να προχωράς ο ερχομός από κάπου
      προέλευσις ἐκ τοῦ παλατίου ( Ιωάννης Τζέτζης, γραμματικός (1100-1180). Χιλιάδες (Historiarum variarum chiliades), 6.491)
  2. η παρέλαση
      προέλευσις θριαμβική ( Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, 1292.16.)
  3. ο προβιβασμός [1]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προέλευσῐς αἱ προελεύσεις
      γενική τῆς προελεύσεως τῶν προελεύσεων
      δοτική τῇ προελεύσει ταῖς προελεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προέλευσῐν τὰς προελεύσεις
     κλητική ! προέλευσῐ προελεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προελεύσει
γεν-δοτ τοῖν  προελευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προέλευσις < αρχαία ελληνική (πρό) προ- + ἔλευσις < προελεύσομαι, μέλλοντας του προέρχομαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προέλευσις θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία.