προβουλκανισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβουλκανισμένος η προβουλκανισμένη το προβουλκανισμένο
      γενική του προβουλκανισμένου της προβουλκανισμένης του προβουλκανισμένου
    αιτιατική τον προβουλκανισμένο την προβουλκανισμένη το προβουλκανισμένο
     κλητική προβουλκανισμένε προβουλκανισμένη προβουλκανισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβουλκανισμένοι οι προβουλκανισμένες τα προβουλκανισμένα
      γενική των προβουλκανισμένων των προβουλκανισμένων των προβουλκανισμένων
    αιτιατική τους προβουλκανισμένους τις προβουλκανισμένες τα προβουλκανισμένα
     κλητική προβουλκανισμένοι προβουλκανισμένες προβουλκανισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προβουλκανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βουλκανίζω / προ- + βουλκανισμένος

Μετοχή[επεξεργασία]

προβουλκανισμένος, -η, -ο

  • που έχει υποστεί βουλκανισμό εκ των προτέρων, από πριν
    ※  64ζ. Γαλακτώδης οπός (λατέξ) του συνθετικού καουτσούκ. Γαλακτώδης οπός του συνθετικού καουτσούκ προβουλκανισμένος. Συνδετικό καουτσούκ. Τεχνητό καουτσούκ που προέρχεται από λάδια (Δ.Κ. 40.02). (Νόμος υπ΄αριθ. 1676/1986, ΦΕΚ 204/Α/29-12-1986, Καθορισμός των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας και ρύθμιση άλλων θεμάτων [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]