προστρέξας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προστρέξας | η | προστρέξασα | το | προστρέξαν |
γενική | του | προστρέξαντος & προστρέξαντα1 |
της | προστρέξασας & προστρεξάσης* |
του | προστρέξαντος |
αιτιατική | τον | προστρέξαντα | την | προστρέξασα | το | προστρέξαν |
κλητική | προστρέξας | προστρέξασα | προστρέξαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προστρέξαντες | οι | προστρέξασες | τα | προστρέξαντα |
γενική | των | προστρεξάντων | των | προστρεξασών | των | προστρεξάντων |
αιτιατική | τους | προστρέξαντες | τις | προστρέξασες | τα | προστρέξαντα |
κλητική | προστρέξαντες | προστρέξασες | προστρέξαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «κλέψας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προστρέξας < αρχαία ελληνική προστρέχω
Μετοχή[επεξεργασία]
προστρέξας, -ασα, -αν
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού αορίστου (προσέτρεξα) του ρήματος προστρέχω: που πρόστρεξε, που βοήθησε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προστρέξας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λήγουν σε -τρέξας - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'λήξας' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'κλέψας' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)