προσωποποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσωποποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσωποποιώ
Μετοχή
[επεξεργασία]προσωποποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσωποποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσωποποιημένος