προτιμησιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προτιμησιακός < προτίμηση + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preferential. Προτιμησιακός δασμός: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preferential duty)
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]προτιμησιακός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που σχετίζεται με την προτίμηση, αναφέρεται σ’ αυτήν ή δηλώνει προτίμηση
- Η Ελλάδα έχει ήδη τύχει προτιμησιακής μεταχείρισης: τα ελληνικά προγράμματα που χρηματοδοτήθηκαν με κονδύλια της ΕΕ την περίοδο 2007-2013 λαμβάνουν υψηλότερο ποσοστό χρηματοδότησης από την ΕΕ. (*)
- Εμπορεύματα κοινοτικής καταγωγής απολαμβάνουν προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση κατά την εισαγωγή τους στις αγορές πολλών τρίτων χωρών. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προτιμησιακός