προτιμησιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προτιμησιακός η προτιμησιακή το προτιμησιακό
      γενική του προτιμησιακού της προτιμησιακής του προτιμησιακού
    αιτιατική τον προτιμησιακό την προτιμησιακή το προτιμησιακό
     κλητική προτιμησιακέ προτιμησιακή προτιμησιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προτιμησιακοί οι προτιμησιακές τα προτιμησιακά
      γενική των προτιμησιακών των προτιμησιακών των προτιμησιακών
    αιτιατική τους προτιμησιακούς τις προτιμησιακές τα προτιμησιακά
     κλητική προτιμησιακοί προτιμησιακές προτιμησιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προτιμησιακός < προτίμηση + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preferential. Προτιμησιακός δασμός: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preferential duty)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.ti.mi.si.aˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

προτιμησιακός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός) που σχετίζεται με την προτίμηση, αναφέρεται σ’ αυτήν ή δηλώνει προτίμηση
    • Η Ελλάδα έχει ήδη τύχει προτιμησιακής μεταχείρισης: τα ελληνικά προγράμματα που χρηματοδοτήθηκαν με κονδύλια της ΕΕ την περίοδο 2007-2013 λαμβάνουν υψηλότερο ποσοστό χρηματοδότησης από την ΕΕ. (*)
    • Εμπορεύματα κοινοτικής καταγωγής απολαμβάνουν προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση κατά την εισαγωγή τους στις αγορές πολλών τρίτων χωρών. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]