προϊών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προϊών | η | προϊούσα | το | προϊόν |
γενική | του | προϊόντος & προϊόντα1 |
της | προϊούσας & προϊούσης* |
του | προϊόντος |
αιτιατική | τον | προϊόντα | την | προϊούσα | το | προϊόν |
κλητική | προϊων | προϊούσα | προϊόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προϊόντες | οι | προϊούσες | τα | προϊόντα |
γενική | των | προϊόντων | των | προϊουσών | των | προϊόντων |
αιτιατική | τους | προϊόντες | τις | προϊούσες | τα | προϊόντα |
κλητική | προϊόντες | προϊούσες | προϊόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «επιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προϊών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προϊών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πρόειμι (προχωράω μπροστά)
Μετοχή
[επεξεργασία]προϊών, -ούσα, -όν
- κάτι που εξελίσσεται κλιμακωτά, βαθμιαία, σταδιακά ή προοδευτικά
- ↪ προϊόντος του χρόνου (καθώς περνά ο καιρός)
- ↪ προϊούσα σήψη
- ↪ συνέχισε να καπνίζει παρά την προϊούσα επιδείνωση του καρκίνου των πνευμόνων του
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προϊών
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]προϊών
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πρόειμι
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'επιών' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)