Μετάβαση στο περιεχόμενο

πυρῖτις

Από Βικιλεξικό
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυρῖτις αἱ πυρίτιδες
      γενική τῆς πυρίτιδος τῶν πυριτίδων
      δοτική τῇ πυρίτιδι ταῖς πυρίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν πυρῖτιν τὰς πυρίτιδας
     κλητική ! πυρῖτι πυρίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυρῖτις: μαρτυρείται από το 1805 στη φράση «πυρῖτις κόνις» (παλιότερα, ως «πύριος κόνις»)[1] < ελληνιστική κοινή πυρίτης[2] Δείτε και το λήμμα «πυρίτιδα». Διαφορετική σημασία για το ελληνιστικό πυρῖτις (είδος βοτάνου).[3]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυρῖτις, -ιδος θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 875. πυρῖτις & σχόλια, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. πυρίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. πυρῖτις σελ.6360 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῠρῑτῐδ-
ονομαστική πυρῖτις αἱ πυρίτιδες
      γενική τῆς πυρίτιδος τῶν πυριτίδων
      δοτική τῇ πυρίτιδ ταῖς πυρίτισ(ν)
    αιτιατική τὴν πυρῖτιν τὰς πυρίτιδᾰς
     κλητική ! πυρῖτι πυρίτιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρίτιδε
γεν-δοτ τοῖν  πυριτίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυρῖτις< πυρίτ(ης) (αρσενικό) + -ις (θηλυκό, κατά το γένος του ουσιαστικού που προσδιορίζει).

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυρῖτις, -ιδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (βότανο) συνώνυμο του πύρεθρον - εννοείται το ουσιαστικό «βοτάνη»
  2. (φυτό) «πυρῖτις νάρδος», συνώνυμο του θυλακῖτις
     και δείτε τον όρο  ὀρεινὴ νάρδος
  3. (ορυκτολογία) είδος λίθου - εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό λίθος